Ετυμολογία

επεξεργασία

grâce < λατινική gratia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡʁɑs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grâce grâces

grâce (fr) θηλυκό