↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμνηστεύσιμος η αμνηστεύσιμη το αμνηστεύσιμο
      γενική του αμνηστεύσιμου της αμνηστεύσιμης του αμνηστεύσιμου
    αιτιατική τον αμνηστεύσιμο την αμνηστεύσιμη το αμνηστεύσιμο
     κλητική αμνηστεύσιμε αμνηστεύσιμη αμνηστεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμνηστεύσιμοι οι αμνηστεύσιμες τα αμνηστεύσιμα
      γενική των αμνηστεύσιμων των αμνηστεύσιμων των αμνηστεύσιμων
    αιτιατική τους αμνηστεύσιμους τις αμνηστεύσιμες τα αμνηστεύσιμα
     κλητική αμνηστεύσιμοι αμνηστεύσιμες αμνηστεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμνηστεύσιμος < αμνηστεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

αμνηστεύσιμος, -η, -ο

  • αυτός που έχει τη δυνατότητα, που πληροί τις προϋποθέσεις για να αμνηστευθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία