Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγνώμη οι συγνώμες
      γενική της συγνώμης
    αιτιατική τη συγνώμη τις συγνώμες
     κλητική συγνώμη συγνώμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συγνώμη < συγγνώμη συνήθως στον προφορικό λόγο με απλοποίηση του συμπλέγματος [ŋɣn] > [ɣn][1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈɣno.mi/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

συγνώμη θηλυκό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία