wymówka
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wymówka | wymówki |
γενική | wymówki | wymówek |
δοτική | wymówce | wymówkom |
αιτιατική | wymówkę | wymówki |
οργανική | wymówką | wymówkami |
τοπική | wymówce | wymówkach |
κλητική | wymówko | wymówki |
Ουσιαστικό επεξεργασία
wymówka (pl) θηλυκό