Ετυμολογία

επεξεργασία
προσχηματίζω < προ- + σχηματίζω[1]

προσχηματίζω (παθητική φωνή: προσχηματίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία