prétexte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prétexte | prétextes |
prétexte (fr) αρσενικό
- η πρόφαση
- η δικαιολογία
- η αφορμή
- το πρόσχημα
ενικός | πληθυντικός |
prétexte | prétextes |
prétexte (fr) αρσενικό