↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσχηματισμός οι προσχηματισμοί
      γενική του προσχηματισμού των προσχηματισμών
    αιτιατική τον προσχηματισμό τους προσχηματισμούς
     κλητική προσχηματισμέ προσχηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. προσχηματισμός < προσχηματίζω + -μός
  2. προσχηματισμός < προ- + σχηματισμός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préformation[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσχηματισμός αρσενικό

  1. (γενικότερα) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσχηματίζω
  2. (ειδικότερα, παρωχημένο, βιολογία) η αντίληψη ότι όλες οι βασικές δομές ή πληροφορίες για τον επόμενο οργανισμό είναι προδιαμορφωμένες ή προκαθορισμένες από τη στιγμή της σύλληψης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία