Ετυμολογία

επεξεργασία
τηρέω < τηρός (ο φρουρός)

τηρέω-τηρῶ

  1. φυλάσσω, φρουρώ,
    τὸ ἔξωθεν (τεῖχος) ἐτηρεῖτο : φρουρούσαν διαρκώς το εξωτερικό τείχος
  2. διαφυλάσσω, προσέχω, φροντίζω, έχω το νου μου, κοιτάζω με την έννοια του προσέχω
    τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός : πρόσεχέ τους να μην καούν, προφύλαξέ τους από τη φωτιά, κοιτα να μην καούν
    μᾶλλον τήρει τὰς τῶν λόγων ἢ τὰς τῶν χρημάτων παρακαταθήκας : κοίτα μάλλον να φυλάς πιο καλά τα λόγια που σου εμπιστεύτηκαν (τα μυστικά) παρά τα χρήματα (που σου έδωσαν να φυλάξεις) (Ισοκράτης, Πρός Δημόνικον 22)
  3. τηρώ, κρατάω το λόγο μου, τις υποσχέσεις μου (μεταγενέστερο)

Συγγενικά

επεξεργασία