τηρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατηρέω-τηρῶ
- φυλάσσω, φρουρώ,
- τὸ ἔξωθεν (τεῖχος) ἐτηρεῖτο : φρουρούσαν διαρκώς το εξωτερικό τείχος
- διαφυλάσσω, προσέχω, φροντίζω, έχω το νου μου, κοιτάζω με την έννοια του προσέχω
- τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός : πρόσεχέ τους να μην καούν, προφύλαξέ τους από τη φωτιά, κοιτα να μην καούν
- μᾶλλον τήρει τὰς τῶν λόγων ἢ τὰς τῶν χρημάτων παρακαταθήκας : κοίτα μάλλον να φυλάς πιο καλά τα λόγια που σου εμπιστεύτηκαν (τα μυστικά) παρά τα χρήματα (που σου έδωσαν να φυλάξεις) (Ισοκράτης, Πρός Δημόνικον 22)
- τηρώ, κρατάω το λόγο μου, τις υποσχέσεις μου (μεταγενέστερο)
Συγγενικά
επεξεργασία