Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διατηρέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διατηρέω
<
διά
+
τηρέω
Ρήμα
επεξεργασία
διατηρέω
επιτηρώ
με
προσοχή
,
προσέχω
διαφυλάττω
(
μέσο
):
απέχω
,
κρατιέμαι
μακριά