↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τηρησι-, τηρησε-
ονομαστική τήρησῐς αἱ τηρήσεις
      γενική τῆς τηρήσεως τῶν τηρήσεων
      δοτική τῇ τηρήσει ταῖς τηρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τήρησῐν τὰς τηρήσεις
     κλητική ! τήρησῐ τηρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τηρήσει
γεν-δοτ τοῖν  τηρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τήρησις < τηρῶ (κλίση τηρέω), τηρη- + -σις (-ησις).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τήρησις, -εως θηλυκό

  1. τήρηση
  2. υπακοή
  3. διατήρηση
  4. επιτήρηση, φύλαξη
  5. επαγρύπνηση
  6. παρατήρηση