ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συντήρησῐς αἱ συντηρήσεις
      γενική τῆς συντηρήσεως τῶν συντηρήσεων
      δοτική τῇ συντηρήσει ταῖς συντηρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συντήρησῐν τὰς συντηρήσεις
     κλητική ! συντήρησῐ συντηρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντηρήσει
γεν-δοτ τοῖν  συντηρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συντήρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συντηρῶ (κλίση συντηρέω (διατηρώ, προστατεύω)), συντηρη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + τήρησις.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: συντήρηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συντήρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία