συντήρησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συντήρησῐς | αἱ | συντηρήσεις | ||||
γενική | τῆς | συντηρήσεως | τῶν | συντηρήσεων | ||||
δοτική | τῇ | συντηρήσει | ταῖς | συντηρήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συντήρησῐν | τὰς | συντηρήσεις | ||||
κλητική ὦ! | συντήρησῐ | συντηρήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντηρήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συντηρησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συντήρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συντηρῶ (κλίση συντηρέω (διατηρώ, προστατεύω)), συντηρη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + τήρησις.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συντήρηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντήρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συντήρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.