επιτηρούμαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιτηρούμαι < παθητική φωνή του ρήματος επιτηρώ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.tiˈɾu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τη‐ρού‐μαι
- ομόηχο: επιτηρούμε
ΡήμαΕπεξεργασία
επιτηρούμαι, π.αόρ.: επιτηρήθηκα, μτχ.π.π.: επιτηρημένος, (ενεργ.: επιτητώ)
- με επιτηρεί κάποιος, είμαι υπό επιτήρηση
- πολυτονική γραφή:: ἐπιτηροῦμαι
ΚλίσηΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επιτηρώ