Ετυμολογία

επεξεργασία
τηράω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τηράω < διατηρώντας τη σημασία όπως στην (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τηρῶ με νεότερη κατάληξη -άω[1][2][3], συνηρημένος τύπος του τηρέω (παρατηρώ). Συγκρίνετε με το τηρώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tiˈɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐ρά‐ω

τηράω, -άς, -ά, ..., πρτ.: τηρούσα/τήραγα, στ.μέλλ.: θα τηράξω, αόρ.: τήραξα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (δημοτική, λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) κοιτάζω με ένταση, σαν το παρατηρώ, βλέπω
    ※  [...] το 'να (παιδί) τηράει το Δομοκό, τ' άλλο τη Μακρυνίτσα και μια βαρκούλα έρχεται [...].
    Καλαματιανό τραγούδι: Ποια μάνα έχει δυο παιδιά
    ※  Μικρό πουλί τριανταφυλλί, δεμένο με κλωστίτσα,
    με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει,

    Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
    κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ’ αρχίσεις το τραγούδι.
    Γιάννης Ρίτσος, «Το κυκλάμινο». Συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968-1970) στο Ποιήματα. 1963-1972, τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 158, στο ※ 
ebooks-Ανθολόγιο Δημοτικού

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τηράω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.