Ετυμολογία

επεξεργασία
τερώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τηρῶ (τηρέω)

τερώ

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Πολά υψήλα μη τερείς πολλά ψηλέσα 'κ είσαι, σην μαχαλά'μ ετράνυνες εξέρω τίνος είσαι. : Μη κοιτάς πολύ ψηλά γιατί πολύ ψηλή δεν είσαι, στη γειτονιά μου μεγάλωσες και ξέρω τίνος είσαι. (Ποντιακό στιχάκι)