τηρητής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τηρητής | οι | τηρητές |
γενική | του | τηρητή | των | τηρητών |
αιτιατική | τον | τηρητή | τους | τηρητές |
κλητική | τηρητή | τηρητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τηρητής < ελληνιστική κοινή τηρητής < αρχαία ελληνική τηρέω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τηρητής αρσενικό (θηλυκό τηρήτρια)
- αυτός που τηρεί κάτι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τηρητής
|