ενεστώτας oversee
γ΄ ενικό ενεστώτα oversees
αόριστος oversaw
παθητική μετοχή overseen
ενεργητική μετοχή overseeing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
oversee < over- + see

oversee (en)

  • επιτηρώ, παρακολουθώ κάποιον ή κάτι και φροντίζω να γίνεται σωστά μια δουλειά ή μια δραστηριότητα
    ⮡  He oversaw the publication of his book.
    Επιτήρησε τη δημοσίευση του βιβλίου του.