Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

police de caractères → δείτε τις λέξεις police και caractère

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
police de caractères polices de caractères

police de caractères (fr) θηλυκό

  1. γραμματοσειρά
     συνώνυμα: fonte, police