πολιτειολογία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολιτειολογία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολιτειολογία θηλυκό
- επιστήμη που μελετά τα πολιτεύματα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολιτειολογία
|
πολιτειολογία θηλυκό
|