πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινοπολιτεία οι κοινοπολιτείες
      γενική της κοινοπολιτείας των κοινοπολιτειών
    αιτιατική την κοινοπολιτεία τις κοινοπολιτείες
     κλητική κοινοπολιτεία κοινοπολιτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.no.po.liˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινοπολιτεία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοινοπολιτεία θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοινοπολιτεί αἱ κοινοπολιτεῖαι
      γενική τῆς κοινοπολιτείᾱς τῶν κοινοπολιτειῶν
      δοτική τῇ κοινοπολιτεί ταῖς κοινοπολιτείαις
    αιτιατική τὴν κοινοπολιτείᾱν τὰς κοινοπολιτείᾱς
     κλητική ! κοινοπολιτεί κοινοπολιτεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοινοπολιτεί
γεν-δοτ τοῖν  κοινοπολιτείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινοπολιτεία < κοινο- + πολιτεία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοινοπολιτεία θηλυκό