κοινοπολιτεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινοπολιτεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινοπολιτεία < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική commonwealth[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κοινο- + πολιτεία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.no.po.liˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νο‐πο‐λι‐τεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινοπολιτεία θηλυκό
- η ιδιότητα μέλους σε μορφή διασύνδεσης και συνεργασίας σε διάφορους τομείς μεταξύ ανεξάρτητων χωρών.
- Βρετανική Κοινοπολιτεία (μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των πρώην αποικιών του), Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (μεταξύ των χωρών της Σοβιετικής Ένωσης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινοπολιτεία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κοινοπολιτεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινοπολιτεία θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- κοινοπολιτεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοινοπολιτεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.