Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτειοκρατία οι πολιτειοκρατίες
      γενική της πολιτειοκρατίας των πολιτειοκρατιών
    αιτιατική την πολιτειοκρατία τις πολιτειοκρατίες
     κλητική πολιτειοκρατία πολιτειοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτειοκρατία < πολιτεία + -ο- + -κρατία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιτειοκρατία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία