πολιτειοκρατία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολιτειοκρατία θηλυκό
- καθεστώς στο οποίο η πολιτεία ασκεί τη διοίκηση και όχι η εκκλησία (ακόμη και σε θέματα που αφορούν την εκκλησία την ίδια)
- ※ Στην πολιτειοκρατία η εκκλησία εκλαμβάνεται ως μία κρατική υπηρεσία που υπάγεται στη δικαιοδοσία της πολιτείας και ελέγχεται πλήρως από το κράτος. (Σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας, Γιάννης Κοκόρης [1])
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολιτειοκρατία
|