πολιτειοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολιτειοκρατία θηλυκό
- διοικητικό σύστημα στο οποίο η πολιτεία ασκεί τη διοίκηση και το έλεγχο εκκλησιαστικών θεμάτων και όχι η εκκλησία
- ※ Στην πολιτειοκρατία η εκκλησία εκλαμβάνεται ως μία κρατική υπηρεσία που υπάγεται στη δικαιοδοσία της πολιτείας και ελέγχεται πλήρως από το κράτος. (Σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας, Γιάννης Κοκόρης [1])
- ≠ αντώνυμα: εκκλησιοκρατία
- ≈ συνώνυμα: καισαροπαπισμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολιτειοκρατία
|
Πηγές
επεξεργασία- πολιτειοκρατία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)