καισαροπαπισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- καισαροπαπισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαισαροπαπισμός αρσενικό
- η συνένωση στο ίδιο πρόσωπο της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας
- (ειδικότερα) το πολιτειακό σύστημα κατά το οποίο η εκκλησία είναι υποταγμένη στην πολιτική εξουσία σε αντίθεση με τον παποκαισαρισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καισαροπαπισμός