Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

staat (nl)

  1. κατάσταση
  2. πολιτεία
  3. κράτος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

staat (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος staan
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος staan