χρως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρως | ||
γενική | του | χρωτός / χροός | ||
αιτιατική | τον | χρώτα / χρόα | ||
κλητική | χρω(ς) | |||
Δείτε την αρχαία κλίση χρώς. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρως < αρχαία ελληνική χρώς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρως αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- εν χρω κεκαρμένος α) κοντοκουρεμένος β) νεοσύλλεκτος
- ≈ συνώνυμα: (κουρεμένος) γουλί, σύρριζα
- κουρά εν χρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρως
|