εξάνθηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάνθηση | οι | εξανθήσεις |
γενική | της | εξάνθησης* | των | εξανθήσεων |
αιτιατική | την | εξάνθηση | τις | εξανθήσεις |
κλητική | εξάνθηση | εξανθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξανθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξάνθηση < ελληνιστική κοινή ἐξάνθησις < αρχαία ελληνική ἐξανθέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξάνθηση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του εξάνθημα
- (βοτανική) άλλη μορφή του άνθηση