Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξανθέω < ἐξ+ ἄνθος + -έω

ἐξανθέω

  1. ανθίζω, βγάζω λουλούδια
  2. (μεταφορικά) εμφανίζω
  3. (ιατρική) (για πληγές, έλκη κ.λπ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ
  4. (μεταφορικά) εκφυλίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία