ἐξανθέω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ἐξανθέω
- ανθίζω, βγάζω λουλούδια
- (μεταφορικά) εμφανίζω
- (ιατρική) (για πληγές, έλκη κ.λπ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ
- (μεταφορικά) εκφυλίζω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἐξανθέω στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἐξανθέω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.