Ετυμολογία

επεξεργασία

εκφυλίζω, αόρ.: εκφύλισα, παθ.φωνή: εκφυλίζομαι, π.αόρ.: εκφυλίστηκα, μτχ.π.π.: εκφυλισμένος

  1. αλλοιώνω την ουσία και τη φύση κάποιου πράγματος, το ωθώ στην απώλεια των φυσικών του χαρακτηριστικών
  2. (μεταφορικά) αλλοιώνω, αδυνατίζω, εξασθενώ
  3. (μεταφορικά) διαφθείρω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία