Ετυμολογία

επεξεργασία
εκφυλίζω < (καθαρεύουσα) ἐκφυλίζω. Αναλύεται σε εκ- + φύλ(ο) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dégénérer)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.fiˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φυ‐λί‐ζω

εκφυλίζω, αόρ.: εκφύλισα, παθ.φωνή: εκφυλίζομαι, π.αόρ.: εκφυλίστηκα, μτχ.π.π.: εκφυλισμένος

  1. αλλοιώνω την ουσία και τη φύση κάποιου πράγματος, το ωθώ στην απώλεια των φυσικών του χαρακτηριστικών
  2. (μεταφορικά) αλλοιώνω, αδυνατίζω, εξασθενώ
  3. (μεταφορικά) διαφθείρω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εκ και φύλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία