Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφύλιση οι εκφυλίσεις
      γενική της εκφύλισης* των εκφυλίσεων
    αιτιατική την εκφύλιση τις εκφυλίσεις
     κλητική εκφύλιση εκφυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφύλιση < εκφυλί(ζω) + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκφύλιση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εκφυλίζω και φύλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία