πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφύλιση οι εκφυλίσεις
      γενική της εκφύλισης* των εκφυλίσεων
    αιτιατική την εκφύλιση τις εκφυλίσεις
     κλητική εκφύλιση εκφυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκφύλιση < εκφυλί(ζω) + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκφύλιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις εκφυλίζω και φύλο

Μεταφράσεις

επεξεργασία