εκφυλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ek.fi.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐φυ‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκφυλισμός αρσενικό
- ηθική διαφθορά, ηθική κατάπτωση, εξαχρείωση
- (μεταφορικά) η θεμελιώδης και αρνητική μεταβολή στη φύση, στο χαρακτήρα πράγματος, κατάστασης ή ενέργειας
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκφυλισμός