Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκφυλιστικός η εκφυλιστική το εκφυλιστικό
      γενική του εκφυλιστικού της εκφυλιστικής του εκφυλιστικού
    αιτιατική τον εκφυλιστικό την εκφυλιστική το εκφυλιστικό
     κλητική εκφυλιστικέ εκφυλιστική εκφυλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκφυλιστικοί οι εκφυλιστικές τα εκφυλιστικά
      γενική των εκφυλιστικών των εκφυλιστικών των εκφυλιστικών
    αιτιατική τους εκφυλιστικούς τις εκφυλιστικές τα εκφυλιστικά
     κλητική εκφυλιστικοί εκφυλιστικές εκφυλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφυλιστικός < εκφυλίζομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.fi.li.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φυ‐λι‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

εκφυλιστικός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί εκφυλισμό
    εκφυλιστικά νοσήματα
    εκφυλιστικά σύνδρομα
    εκφυλιστικές αλλοιώσεις
    εκφυλιστική άνοια
    εκφυλιστική νόσος
  2. που έχει σχέση με τον εκφυλισμό
    εκφυλιστικά φαινόμενα
    εκφυλιστικός τρόπος ζωής
    τα εκφυλιστικά αίτια της οσφυαλγίας
  3. (φυσική) που έχει σχέση με υπέρμετρη βαρυτική πίεση ή συμπίεση
    εκφυλιστική πίεση
    εκφυλιστική σύντηξη
    εκφυλιστική σχάση
    εκφυλιστική τροχιακή διάταξη
    εκφυλιστική ταλάντωση
    εκφυλιστικός συντονισμός
    εκφυλιστική δυναμική ενέργεια
    εκφυλιστικά φαινόμενα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία