ενικός         πληθυντικός  
abâtardissement abâtardissements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abâtardissement < abâtardir

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bɑ.taʁ.dis.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abâtardissement (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία