ενικός         πληθυντικός  
abâtardissement abâtardissements

Ετυμολογία

επεξεργασία
abâtardissement < abâtardir

Ουσιαστικό

επεξεργασία

abâtardissement (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία