εκφυλισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
εκφυλισμένος < Από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος εκφυλίζω.
Μετοχή επεξεργασία
εκφυλισμένος, -η, -ο
- για κάποιον ή κάτι που υπέστη εκφυλισμό
- (γενετική) με περισσότερα από ένα κωδικόνια που κωδικοποιούν ένα ορισμένο αμινοξύ
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκφυλισμένος