dégénérer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dégénérer < λατινική degenerare < genus (φυλή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.ʒe.ne.ʁe/
Ρήμα
επεξεργασίαdégénérer (fr)
- εκφυλίζομαι
- (μεταφορικά) καταπέφτω, παρακμάζω
- (για άτομα) ξεπέφτω
- dégénérer en: επιδεινώνομαι, εξελίσσομαι προς κάτι χειρότερο