dégénérescence
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dégénérescence | dégénérescences |
Ουσιαστικό επεξεργασία
dégénérescence (fr) θηλυκό
- ο εκφυλισμός
- η κατάπτωση, η παρακμή
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη dégénérer