ενικός         πληθυντικός  
dégénérescence dégénérescences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dégénérescence (fr) θηλυκό

  1. ο εκφυλισμός
  2. η κατάπτωση, η παρακμή

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία