Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκζεματώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκζεματώδ
ης
η
εκζεματώδ
ης
το
εκζεματώδ
ες
γενική
του
εκζεματώδ
ους
της
εκζεματώδ
ους
του
εκζεματώδ
ους
αιτιατική
τον
εκζεματώδ
η
την
εκζεματώδ
η
το
εκζεματώδ
ες
κλητική
εκζεματώδ
η
(
ς
)
εκζεματώδ
ης
εκζεματώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκζεματώδ
εις
οι
εκζεματώδ
εις
τα
εκζεματώδ
η
γενική
των
εκζεματωδ
ών
των
εκζεματωδ
ών
των
εκζεματωδ
ών
αιτιατική
τους
εκζεματώδ
εις
τις
εκζεματώδ
εις
τα
εκζεματώδ
η
κλητική
εκζεματώδ
εις
εκζεματώδ
εις
εκζεματώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκζεματώδης
<
έκζεμα
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
εκζεματώδης
άλλη μορφή
του
εκζεματικός
που μοιάζει με
έκζεμα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
έκζεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκζεματώδης