↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκζεματώδης η εκζεματώδης το εκζεματώδες
      γενική του εκζεματώδους της εκζεματώδους του εκζεματώδους
    αιτιατική τον εκζεματώδη την εκζεματώδη το εκζεματώδες
     κλητική εκζεματώδη(ς) εκζεματώδης εκζεματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκζεματώδεις οι εκζεματώδεις τα εκζεματώδη
      γενική των εκζεματωδών των εκζεματωδών των εκζεματωδών
    αιτιατική τους εκζεματώδεις τις εκζεματώδεις τα εκζεματώδη
     κλητική εκζεματώδεις εκζεματώδεις εκζεματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκζεματώδης < έκζεμα + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

εκζεματώδης

  1. άλλη μορφή του εκζεματικός
  2. που μοιάζει με έκζεμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία