Δείτε επίσης: ζῦθος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζύθος οι ζύθοι
      γενική του ζύθου των ζύθων
    αιτιατική τον ζύθο τους ζύθους
     κλητική ζύθε ζύθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζύθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζῦθος[1] (μπίρα αιγυπτιακή με κριθάρι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzi.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζύ‐θος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζύθος αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία