Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζυθοπώλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ζυθοπώλ
ης
οι
ζυθοπώλ
ες
γενική
του
ζυθοπώλ
η
των
ζυθοπωλ
ών
αιτιατική
τον
ζυθοπώλ
η
τους
ζυθοπώλ
ες
κλητική
ζυθοπώλ
η
ζυθοπώλ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζυθοπώλης
<
ζύθος
+
-πώλης
(<
πωλώ
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζυθοπώλης
αρσενικό
(
θηλυκό
ζυθοπώλισσα
)
(
επάγγελμα
) αυτός που έχει κατάστημα που πουλάει
μπίρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζυθοπώλης