ζῦθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζῦθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζῦθος, -ου/-εος αρσενικό ή ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (ποτό) είδος Αιγυπτιακής μπίρας που παρασκευάζεται από κριθάρι
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ησαΐας, 19.10, @scaife.perseus
- καὶ ἔσονται οἱ ἐργαζόμενοι αὐτὰ ἐν ὀδύνῃ, καὶ πάντες οἱ ποιοῦντες τὸν ζῦθον λυπηθήσονται καὶ τὰς ψυχὰς πονέσουσιν.
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 1, 34.10 @scaife.perseus
- κατασκευάζουσι δὲ καὶ ἐκ τῶν κριθῶν Αἰγύπτιοι πόμα λειπόμενον οὐ πολὺ τῆς περὶ τὸν οἶνον εὐωδίας, ὃ καλοῦσι ζῦθος.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ησαΐας, 19.10, @scaife.perseus
- (ποτό) μπίρα των βορείων εθνών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ζῦθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.