Δείτε επίσης: température

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
temperature temperatures

  Ουσιαστικό επεξεργασία

temperature (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η θερμοκρασία
    The thermometer indicates an increase in temperature.
    Το θερμόμετρο δείχνει άνοδο της θερμοκρασίας.

  Πηγές επεξεργασία