temperaturo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- temperaturo < temperatur + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | temperaturo | temperaturoj |
αιτιατική | temperaturon | temperaturojn |
temperaturo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | temperaturo | temperaturoj |
αιτιατική | temperaturon | temperaturojn |
temperaturo (eo)