θερμοκήπιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θερμοκήπιο < θερμο- + κήπ(ος) + -ιο < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική serre chaude[1]. (η λέξη μαρτυρείται από το 1856)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /θɛɾ.mɔˈci.pi.ɔ/
- συλλαβισμός : θερ‐μο‐κή‐πι‐ο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θερμοκήπιο ουδέτερο
- καλλιεργήσιμη έκταση που προστατεύεται από διαφανή κατασκευή (γυαλί ή πλαστικό), η οποία επιτρέπει την ανάπτυξη θερμοκρασιών υψηλότερων από του εξωτερικού περιβάλλοντος και έτσι την καλλιέργεια φυτών εκτός εποχής
- το περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από συνθήκες ιδιαίτερης προστασίας και φροντίδας, που συντελούν στην ανάπτυξη κάποιου προσώπου ή πράγματος
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θερμοκήπιο
Επεξεργασία
- ↑ «θερμοκήπιο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.