θερμοκηπιακός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θερμοκηπιακός < θερμοκήπιο + -ακός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
θερμοκηπιακός
- που έχει σχέση με θερμοκήπιο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θερμοκήπιο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θερμοκηπιακός