θερμοκηπιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοκηπιακός < θερμοκήπιο + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίαθερμοκηπιακός
- που έχει σχέση με θερμοκήπιο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Η θερμοκηπιακή καλλιέργεια στην Ελλάδα είναι περίπου 50.000–60.000 στρέμματα, την ώρα που στην Τουρκία είναι 800.000 στρέμματα. (www.naftemporiki.gr, 04.10.2023)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θερμοκήπιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμοκηπιακός
|