Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fenómeno (pt) < λατινικό phaenomenon < αρχαιοελληνικό φαινόμενον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fenómeno (pt) αρσενικό ( & fenômeno )