Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σχετιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σχετιζόμεν
ος
η
σχετιζόμεν
η
το
σχετιζόμεν
ο
γενική
του
σχετιζόμεν
ου
της
σχετιζόμεν
ης
του
σχετιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
σχετιζόμεν
ο
τη
σχετιζόμεν
η
το
σχετιζόμεν
ο
κλητική
σχετιζόμεν
ε
σχετιζόμεν
η
σχετιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σχετιζόμεν
οι
οι
σχετιζόμεν
ες
τα
σχετιζόμεν
α
γενική
των
σχετιζόμεν
ων
των
σχετιζόμεν
ων
των
σχετιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
σχετιζόμεν
ους
τις
σχετιζόμεν
ες
τα
σχετιζόμεν
α
κλητική
σχετιζόμεν
οι
σχετιζόμεν
ες
σχετιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σχετιζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
σχετίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχετιζόμενος