↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συσχετιζόμενος η συσχετιζόμενη το συσχετιζόμενο
      γενική του συσχετιζόμενου της συσχετιζόμενης του συσχετιζόμενου
    αιτιατική τον συσχετιζόμενο τη συσχετιζόμενη το συσχετιζόμενο
     κλητική συσχετιζόμενε συσχετιζόμενη συσχετιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συσχετιζόμενοι οι συσχετιζόμενες τα συσχετιζόμενα
      γενική των συσχετιζόμενων των συσχετιζόμενων των συσχετιζόμενων
    αιτιατική τους συσχετιζόμενους τις συσχετιζόμενες τα συσχετιζόμενα
     κλητική συσχετιζόμενοι συσχετιζόμενες συσχετιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσχετιζόμενος < λείπει η ετυμολογία

συσχετιζόμενος, -η, -ο

  1. ο σχετικός με κάποιον ή κάτι
  2. (βάσεις δεδομένων) οι πίνακες και οι αντίστοιχες εγγραφές (γραμμές) τους (βλ. σχετικός)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία