συσχετιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσχετιζόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίασυσχετιζόμενος, -η, -ο
- ο σχετικός με κάποιον ή κάτι
- (βάσεις δεδομένων) οι πίνακες και οι αντίστοιχες εγγραφές (γραμμές) τους (βλ. σχετικός)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συσχετιζόμενος
|