αυτός που απεργάζεται με τα χέρια του κάτι, συνήθως βίαιο, αυτουργός σε κάτι κακό
χειρουργῶν ἔσφαξεν Ἀκεστορίδην Ἀγέλαος
μὴ τὰς πατρίδας αὐτῶν, ἀλλ᾽ αὐτοὺς τοὺς χειρουργήσαντας καὶ βουλεύσαντας : <να μην τιμωρηθούν> οι πατρίδες τους, αλλά αυτοί οι ίδιοι που το εκτέλεσαν με τα χέρια τους και εκείνοι που το επεδίωξαν (Αισχύνης)