χειρουργούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.ɾuɾˈɣu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρουρ‐γού‐μαι
- ομόηχο: χειρουργούμε
Ρήμα
επεξεργασίαχειρουργούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος χειρουργώ
Δείτε επίσης : χειρουργοῦμαι |
χειρουργούμαι