handling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- handling < (κληρονομημένο) μέση αγγλική handlinge < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική handlung (συγχρονικά αναλύεται σε handl(e) + -ing)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈhændl̩ɪŋ/ & /ˈhændlɪŋ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : handl‐ing
Ουσιαστικό
επεξεργασία- η αντιμετώπιση, η μεταχείριση, ο χειρισμός, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ή μεταχειρίζεται μια κατάσταση, ένα άτομο, ένα ζώο κτλ.
- ⮡ humiliating handling of the strikes by the minister - εξευτελιστική αντιμετώπιση των απεργών από τον υπουργό
- ⮡ brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία
- ⮡ Due to his handling, he’s endangering the future of the country.
- Εξαιτίας των χειρισμών του διακινδυνεύεται το μέλλον της χώρας.
- το κράτημα, η μεταχείριση, η ενέργεια του να αγγίζω, να νιώθω, να κρατάω ή να μεταχειρίζομαι κάτι με τα χέρια μου
- ⮡ The grip of the sword was covered with leather for better handling.
- Η λαβή του σπαθιού ήταν καλυμμένη με δέρμα για καλύτερο κράτημα.
- ⮡ Until you car gets a little bit of use, it needs careful handling.
- Μέχρι να στρώσει το αυτοκίνητο χρειάζεται προσεκτική μεταχείριση.
- ⮡ The grip of the sword was covered with leather for better handling.
- η διακίνηση εμπορευμάτων
- ⮡ Mail handling is done by the post office.
- Η διακίνηση της αλληλογραφίας γίνεται με το ταχυδρομείο.
- ⮡ Mail handling is done by the post office.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαhandling (en)