Ετυμολογία

επεξεργασία
handling < (κληρονομημένο) μέση αγγλική handlinge < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική handlung (συγχρονικά αναλύεται σε handl(e) + -ing)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈhændl̩ɪŋ/ & /ˈhændlɪŋ/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: handl‐ing

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

handling (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η αντιμετώπιση, η μεταχείριση, ο χειρισμός, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ή μεταχειρίζεται μια κατάσταση, ένα άτομο, ένα ζώο κτλ.
    ⮡  humiliating handling of the strikes by the minister - εξευτελιστική αντιμετώπιση των απεργών από τον υπουργό
    ⮡  brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία
    ⮡  Due to his handling, he’s endangering the future of the country.
    Εξαιτίας των χειρισμών του διακινδυνεύεται το μέλλον της χώρας.
  2. το κράτημα, η μεταχείριση, η ενέργεια του να αγγίζω, να νιώθω, να κρατάω ή να μεταχειρίζομαι κάτι με τα χέρια μου
    ⮡  The grip of the sword was covered with leather for better handling.
    Η λαβή του σπαθιού ήταν καλυμμένη με δέρμα για καλύτερο κράτημα.
    ⮡  Until you car gets a little bit of use, it needs careful handling.
    Μέχρι να στρώσει το αυτοκίνητο χρειάζεται προσεκτική μεταχείριση.
  3. η διακίνηση εμπορευμάτων
    ⮡  Mail handling is done by the post office.
    Η διακίνηση της αλληλογραφίας γίνεται με το ταχυδρομείο.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

handling (en)