Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χειριδωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χειριδωτ
ός
η
χειριδωτ
ή
το
χειριδωτ
ό
γενική
του
χειριδωτ
ού
της
χειριδωτ
ής
του
χειριδωτ
ού
αιτιατική
τον
χειριδωτ
ό
τη
χειριδωτ
ή
το
χειριδωτ
ό
κλητική
χειριδωτ
έ
χειριδωτ
ή
χειριδωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χειριδωτ
οί
οι
χειριδωτ
ές
τα
χειριδωτ
ά
γενική
των
χειριδωτ
ών
των
χειριδωτ
ών
των
χειριδωτ
ών
αιτιατική
τους
χειριδωτ
ούς
τις
χειριδωτ
ές
τα
χειριδωτ
ά
κλητική
χειριδωτ
οί
χειριδωτ
ές
χειριδωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χειριδωτός
<
αρχαία ελληνική
χειριδωτός
<
χειρίς
<
χείρ
Επίθετο
επεξεργασία
χειριδωτός, -ή, -ό
με
χειρίδες
,
μανίκια
, συνήθως φαρδιά
Οι καρυάτιδες έχουν πλούσιους βοστρύχους που καλύπτουν τους ώμους τους, φέρουν
ενώτια
, και φορούν
χειριδωτό
χιτώνα.
(
*
)
Αντώνυμα
επεξεργασία
αχειρίδωτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
χέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χειριδωτός
αγγλικά
:
sleeved
(en)