αχειρίδωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχειρίδωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀχειρίδωτος < αρχαία ελληνική χειριδωτός < χείρ
Επίθετο
επεξεργασίααχειρίδωτος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχειρίδωτος
|