χειριδωτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χειριδωτά < χειριδωτός + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xi.ɾi.ðoˈta/
Επίρρημα επεξεργασία
χειριδωτά
- με μανίκια
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις χειριδωτός και χέρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειριδωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χειριδωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χειριδωτό